ὑπέροπτα — ὑπέροπτος disdainful neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερόπτας — ὑπερόπτᾱς , ὑπερόπτης contemner masc nom sg (epic doric aeolic) ὑπερόπτᾱς , ὑπερόπτης contemner masc acc pl ὑ̱περόπτᾱς , ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 2nd sg ὑπερόπτᾱς , ὑπεροπτάω over bake imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέροπτος — (I) ον, Α 1. αυτός που περιφρονήθηκε 2. αυτός που περιφρονεί τους άλλους, υπεροπτικός 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροπτον και ὑπέροπτα με υπεροπτικό τρόπο 4. (το ουδ. ως επίρρ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέροπτον μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ… … Dictionary of Greek
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek
ὑπερόπται — ὑπερόπτης contemner masc nom/voc pl ὑπερόπτᾱͅ , ὑπερόπτης contemner masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)